προσάλληλος

προσάλληλος
-ον, Α
1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον τού άλλου
2. αρμόδιος ή πρόσφορος («προσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.)
3. αμοιβαίος
4. σχετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -άλληλος (< ἀλλήλων*), πρβλ. κατ-άλληλος, παρ-άλληλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσάλληλος — one with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάλληλον — προσάλληλος one with masc/fem acc sg προσάλληλος one with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαλλήλου — προσάλληλος one with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαλλήλους — προσάλληλος one with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάλληλα — προσάλληλος one with neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”