- προσάλληλος
- -ον, Α1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον τού άλλου2. αρμόδιος ή πρόσφορος («προσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.)3. αμοιβαίος4. σχετικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -άλληλος (< ἀλλήλων*), πρβλ. κατ-άλληλος, παρ-άλληλος].
Dictionary of Greek. 2013.